βούκα

βούκα
η (AM βούκα)
1. μπουκιά
2. μάγουλο
3. καταπακτή πλοίου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. bucca «μάγουλο»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • βούκα — η (λ. λατ.), η μπουκιά, η χαψιά: Το παιδί χρειάζεται παρακάλια για να φάει μια βούκα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Αγαθάγγελος — I (; – Αδριανούπολη 1832).Οικουμενικός πατριάρχης (1826 30) από την Αδριανούπολη. Έγινε μοναχός στη μονή Ιβήρων του Αγίου Όρους και στις αρχές του 18ου αι. στάλθηκε ως προϊστάμενος στο ιβηρικό μετόχι της Μόσχας. To 1815 χειροτονήθηκε μητροπολίτης …   Dictionary of Greek

  • Griego medieval — Hablado en  Grecia  Turquía …   Wikipedia Español

  • BUCA — oppid. Ferentanorum, in quarta Italiae regione quod Plin. perperam, inter Histionium et Ortonam, ponit l. 3. c. 12. Rectius Ptol. Τιφέρυου ποταμοῦ ἐκβολαὶ Βοῦκα, Ι῾ςτώνιον. Vide Cluver. Ital. Ant. p. 1207. Dicitur alias Buba, quibusdam est… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • Νάος — Ο χώρος που είναι αφιερωμένος στη λατρεία του θεού, η κατοικία του θεού. Η έννοια του ν. συνδέεται γενικά με την έννοια του ιερού που, πιθανότατα, προηγείται και που σημαίνει έναν χώρο, συνήθως φυσικό, όπου η θεότητα εκδηλώνει την παρουσία και τη …   Dictionary of Greek

  • βουκία — βουκία, η (Α) και βουκιά (Μ) η μπουκιά αρχ. είδος αρτοειδούς γλυκίσματος. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. bucca «μάγουλο» (πρβλ. βούκα)] …   Dictionary of Greek

  • μπουκώνω — 1. γεμίζω το στόμα κάποιου με φαγητό («όλο τό μπουκώνεις το παιδί και θα πνιγεί») 2. παρεμποδίζω λειτουργία με υπερβολική τροφοδοσία 3. υπερπληρώνω κάτι, παραγεμίζω, στουμπώνω, καργάρω 3. (αμτβ.) φράζομαι, βουλώνω, δυσλειτουργώ ή σταματώ λόγω… …   Dictionary of Greek

  • ναός — Ο χώρος που είναι αφιερωμένος στη λατρεία του θεού, η κατοικία του θεού. Η έννοια του ν. συνδέεται γενικά με την έννοια του ιερού που, πιθανότατα, προηγείται και που σημαίνει έναν χώρο, συνήθως φυσικό, όπου η θεότητα εκδηλώνει την παρουσία και τη …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”